φρούρημα
1φρούρημα — that which is watched neut nom/voc/acc sg …
2φρούρημα — ήματος, τὸ, Α [φρουρῶ] 1. αυτό που φρουρείται, που φυλάσσεται 2. φρουρός, φύλακας («εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι», Αισχύλ.) 3. φρούρηση, φύλαξη …
3φρούρημ' — φρούρημα , φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc sg …
4φρουρήματα — φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc pl …
5φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… …