φροντιστικῶς
1φροντιστικῶς — φροντιστικός adverbial …
2Anaces — ANĂCES, um, Gr. Ἄνακες, ων, sind so viel, als Castor und Pollux, des Jupiters oder des Tyndarus und der Leda Söhne, Plutarch. in Thes. c. 39. & Hesych. in Ἄνακες. Es soll sie Menestheus am ersten also und Erretter genannt haben, nachdem sie die… …
3φροντιστικός — ή, όν, Α [φροντίζω] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.) 2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.) 3. νευρικός, αγχώδης 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …