φρονος

  • 1φρόνος — τὸ, Μ 1. φρόνημα 2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο είναι περήφανος κάποιος, το καμάρι («ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων», Διηγ. Αχιλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τής λ. φρήν, φρενός + κατάλ. ος τών… …

    Dictionary of Greek

  • 2δικαιοφροσύνη — η η ιδιότητα τού δικαιόφρονα*, η αγάπη για το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δικαιόφρων ( φρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 3φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …

    Dictionary of Greek