φρενο-
1φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …
2φρένο — το (λ. γαλλ.), η τροχοπέδη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3Φρενό, Αντρέ — (Frénaud, Μοντσό λε Μιν 1907 1993). Γάλλος ποιητής. Αφιερώθηκε στην ποίηση από το 1941, κατά τη διάρκεια της ομηρείας του στη Γερμανία, εκφράζοντας φιλοσοφικές ιδέες συγγενικές με τον υπαρξισμό. Η ιδιοτυπία της τέχνης του συνίσταται στην έρευνα… …
4Φρενό, Φιλίπ — (Fréneau, Νέα Υόρκη 1752 – Φρίχολντ, Nιου Tζέρσεϊ 1832). Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος. Υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθρώπους των γραμμάτων της λογοτεχνικής ιστορίας της νέας ηπείρου. Ήταν ντεϊστής, υποστηρικτής της σωτηρίας της ψυχής και …
5μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …
6αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …
7μηχανοπέδη — η φρένο μηχανών το οποίο χρησιμοποιείται ιδίως στους σιδηροδρόμους και τροχιοδρόμους και λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + πέδη «φρένο, δεσμός» (πρβλ. γλωσσο πέδη, τροχο πέδη)] …
8οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …
9ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… …
10φρενάρω — Ν πατώ φρένο, τροχοπεδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + ρηματ. κατάλ. άρω*] …