φρενο-βλαβής

  • 1θεοβλαβής — θεοβλαβής, ές (AM) αυτός που έχει τιμωρηθεί από τους θεούς με βλάβη τών φρενών, με τύφλωση τού νου. Επίρρ.: θεοβλαβώς (Α) με παραφροσύνη που προέρχεται από κάποιον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. α βλαβής, φρενο βλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 2ιχνοβλαβής — ἰχνοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει ελάττωμα ή βλάβη στο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 3κοινοβλαβής — κοινοβλαβής, ές (Μ) αυτός που βλάπτει το κοινό, την κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βλαβής (< βλάβος), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 4νοοβλαβής — νοοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής, ψυχο βλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 5μεγαλοβλαβής — μεγαλοβλαβής, ές (Α) αυτός που προξενεί μεγάλη βλάβη, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 6οινοβλαβής — οἰνοβλαβής, ές (Α) επιρρεπής στο μεθύσι, μπεκρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 7φανεροβλαβής — ές, Α ο καταφανώς ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 8ψυχοβλαβής — ές, ΝΜΑ αυτός που βλάπτει την ψυχή νεοελλ. φρενοβλαβής. επίρρ... ψυχοβλαβῶς ΜΑ με ψυχική βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής] …

    Dictionary of Greek

  • 9σωματοβλάβεια — ἡ, Α σωματική βλάβη, κάκωση τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + βλάβεια (< βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενο βλάβεια] …

    Dictionary of Greek

  • 10σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… …

    Dictionary of Greek