φρενοβλαβοῦς
1φρενοβλαβοῦς — φρενοβλαβής deranged masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
2Δελλαπατρίδης, Αρμάνδος — (20ός αι.). Γραφικός τύπος της Αθήνας, τρόφιμος του δημοτικού ψυχιατρείου. Για πολλά χρόνια (1925 40), γύριζε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και έβγαζε πολιτικούς λόγους ως αρχηγός του φανταστικού κόμματος των Κυανοχιτώνων. Φορούσε… …