φρατρίᾳ

  • 1φρατρία — φρατρίᾱ , φράτρα brotherhood fem nom/voc/acc dual (attic) φρατρίᾱ , φράτρα brotherhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φρᾱτρίᾱ , φράτριος of fem nom/voc/acc dual φρᾱτρίᾱ , φράτριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φρατρίᾳ — φρατρίαι , φράτρα brotherhood fem nom/voc pl (attic) φρατρίᾱͅ , φράτρα brotherhood fem dat sg (attic doric aeolic) φρᾱτρίᾱͅ , φράτριος of fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3φρατρία — ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. φατρία …

    Dictionary of Greek

  • 4φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… …

    Dictionary of Greek

  • 5φρατρίας — φρατρίᾱς , φράτρα brotherhood fem acc pl (attic) φρατρίᾱς , φράτρα brotherhood fem gen sg (attic doric aeolic) φρᾱτρίᾱς , φράτριος of fem acc pl φρᾱτρίᾱς , φράτριος of fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6φρατρίαν — φρατρίᾱν , φράτρα brotherhood fem acc sg (attic doric aeolic) φρᾱτρίᾱν , φράτριος of fem acc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 7φράτριος — και ιων. τ. φρήτριος, ία, ον, Α [φρατρία] 1. (προσωνυμία τού Διός και τής Αθηνάς ως προστατών τών φρατριών) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρατρία* («οἱ θεοὶ οἱ φρήτριοι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φράτριον ναός τών θεώνπροστατών τής… …

    Dictionary of Greek

  • 8φατρία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. φρατρία, και ιων. τ. φρητρία, και φητρία, Α νεοελλ. ομάδα ανθρώπων, στους κόλπους μεγαλύτερης ομάδας, ιδίως πολιτικής, από την οποία αποχωρίζονται για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι φατρίες …

    Dictionary of Greek

  • 9bhrā ter- —     bhrā ter     English meaning: brother     Deutsche Übersetzung: “Angehöriger der Großfamilie, Bruder, Blutsverwandter”     Material: O.Ind. bhrü tar , Av. O.Pers. brütar “brother”; Osset. ärva d “brother, kinsman, relative”; Arm. eɫbair,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 10Dicaearchus — For the pirate, see Dicaearchus of Aetolia. Dicaearchus of Messana (Greek: Δικαίαρχος, Dikaiarkhos; also written Dicearchus, Dicearch, Diceärchus, or Diceärch) (c. 350 – c. 285 BC) was a Greek philosopher, cartographer, geographer, mathematician… …

    Wikipedia