Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φρέσκα

  • 1 горошек

    горошек м το (φρέσκο) μπιζέλι зелёный \горошек τα φρέσκα μπιζέλια, ο αρακάς души стый \горошек το μοσχομπίζελο
    * * *
    м
    το (φρέσκο) μπιζέλι

    зелёный горо́шек — τα φρέσκα μπιζέλια, ο αρακάς

    души́стый горо́шек — το μοσχομπίζελο

    Русско-греческий словарь > горошек

  • 2 свежий

    επ., βρ: свеж, -а, -о.
    1. φρέσκος, νωπός•

    -ее мясо φρέσκο κρέας•

    -ее масло το φρέσκο βούτυρο•

    -ие яйца φρέσκα αυγά.• -ая рыба φρέσκο ψάρι•

    -ие огурцы φρέσκα αγγουράκια.

    || αχρησιμοποίητος•

    -ие простыни φρεσκοπλυμένα σεντόνια•

    запрягать -их лошадей ζεύω ξεκούραστα άλογα.

    || καθαρός•

    выходить на свежий воздух βγαίνω στον καθαρό (φρέσκο) αέρα.

    || μτφ. αναζωογονεμένος, φρεσκάτος•

    я проснулся совсем свежий ξύπνησα εντελώς φρεσκάτος.

    2. κρυαδεράς, κρυούτσικος, ψυχρουτσι-κος•

    ночь была -а η νύχτα ήταν κρυαδερή.

    || νεαρός, τρυφερός•

    -ая листва φρέσκο φύλλωμα.

    || μτφ. με ζωντάνια• ζωηρός.
    3. γερός, με ευεξία.
    4. πρόσφατος (όχι παλαιός)•

    след φρέσκο ίχνος•

    -ая могила φρέσκος τάφος•

    свежий номер журнала τελευταίο νούμερο του περιοδικού•

    -ие новости οι τελευταίες ειδήσεις.

    || καινούριος, νέος, άγνωστος, πρω-τοείδωτος, πρωτοφανέρωτος.

    Большой русско-греческий словарь > свежий

  • 3 горошек

    горош||ек
    м τό μπιζέλι:
    душистый \горошек бот. τό εὐώδες πίσον, τό μοσχομπίζελο· зеленый \горошек τά φρέσκα μπιζέλια.

    Русско-новогреческий словарь > горошек

  • 4 след

    след
    м
    1. (отпечаток) τό Ιχνος, τό ἀποτύπωμα/ ἡ πατημασιά (тк. нога):
    идти по \следа́м βαδίζω στά ϊχνη, παρακολουθώ κατά πόδας, πέρνω στό κατόπι· обнаружить чьй-л, \следы ἀνακαλύπτω τά Ιχνη κάποιου·
    2. (остаток или признак чего-л.) τό Ιχνος:
    \следы ожо́га σημάδι ἀπό ἐγκαυμα· \следы преступления τά Ιχνη τοῦ ἐγκλήματος·
    3. перен ἡ συνέπεια:
    оставить неизгладимый \след ἀφήνω ἀνεξίτηλο Ιχνος· ◊ заметать \следы ἐξαφανίζω τά ίχνη· идти по горячим \следам πηγαίνω στά φρέσκα ἰχνη· его и \след простыл разг ἐγινε ἄφαντος.

    Русско-новогреческий словарь > след

  • 5 щи

    щи
    мн. ἡ λαχανόσουπα:
    свежие \щи σούπα μέ φρέσκα λάχανα· кислые \щи σούπα ἀπό ξινά λάχανα

    Русско-новогреческий словарь > щи

  • 6 горошек

    -шка (-шку) α.
    1. μπιζελάκι•

    душистый горошек μοσχομπίζελο•

    зеленный горошек χλωρά (φρέσκα) μπιζέλια.

    2. ύφασμα στικτό σαν μπιζέλια.

    Большой русско-греческий словарь > горошек

См. также в других словарях:

  • φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

  • βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Frescata — is a registered trademark of Wendy s restaurants, and was used to refer to its now discontinued line of cold sandwiches. Due to poor sales and long preparation times, the product has been dropped. The sandwiches in the Frescata line included the… …   Wikipedia

  • αγκιναροκούκια — τα λαδερό φαγητό από φρέσκα κουκιά και αγκινάρες …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • καρυδιά — Δέντρο της οικογένειας των γιουγλανδιδών (δικοτυλήδονα). Ως τόπος καταγωγής της αναφέρεται η Ασία· ωστόσο, η άγρια κ. βρίσκεται αυτοφυής στα όρη της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας, καθώς και σε όλες τις χώρες που εκτείνονται από τη …   Dictionary of Greek

  • κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»