φράτερας
1φράτερας — φρά̱τερας , φράτηρ member of a masc acc pl …
2φράτηρ — ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, ος, και φράτωρ, ορός, ὁ, Α 1. μέλος φράτρας 2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός» 4. φρ. α) «φύω φράτερας» ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος… …