-
1 водослив
1. (водосброс со свободным переливом) о υπερχειλιστήρας ελεύ-θερης/της άνω υπερχείλισης 2. (водосливная стенка) о εκχειλιστής/φράκτης (του ρού) 3. (водослив-ное отверстие) η οπή/τρύπα του φράκτη του ρου 4. (процесс) η εκχείλιση, η υπερχείλιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водослив
-
2 забор
1. (ограда) о φράκτης, το περίφραγ-μα, το περιτείχισμα 2. (напр воды, воздуха) η εισαγωγή, η αναρρόφηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забор
-
3 заграждение
το φράγμα, ο φράκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заграждение
-
4 затвор
1. (запор, засов) η αμπάρα 2. (гид-ротехнический) о υδροφράκτης, ο υδατο-φράκτης 3. (фотографический) το κλείστρο (του διαφράγματος (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (огнестрельного оружия) το κλείστρο 5. (полевого транзистора) η πύληизолированный - απομονωμένη - (трубопровода) το επιστόμιο, η βάναгидравлический - см. водяной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затвор
-
5 изгородь
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгородь
-
6 обшивка
1. (материал) η επένδυση, το υλικό της επένδυσηςбортовая - мор. τα ελάσματα της πλευράς, τα πλευρικά ελάσματαбортовая - в районе переменных ватерлиний мор. τα ελάσματα πλευράς της περιοχής των ισάλωνднищевая - мор. τα ελάσματα του πυθμέναнаружная - мор. εξωτερική -, τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματοςнаружная - судна мор. τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματος του σκάφους2. (процесс) η επικάλυψη, η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обшивка
-
7 ограда
το περιτοίχισμα, το περίφραγμα, η περίφραξη(забор изгородь) о φρά-χτης/φράκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограда
-
8 ограждение
η περίφραξη, ο προφυλακτήρας, о φράκτηςлеерное мор. - με ρέλιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограждение
-
9 палисадник
1. (забор, изгородь) о φράχτης, φράκτης 2. (огороженный садик перед домом) о μικρός περιφραγμένος κήπος μπροστά στο σπίτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палисадник
-
10 переборка
1. (вид ремонта) η επιθεώρηση, η επισκευή με εξάρμωση 2. (перегородка) το διάφραγμα, η φρακτή, разг. το χώρισμαвнутренние - и танков мор. τα εσωτερικά τοιχώματα των δεξαμενώνводонепроницаемая - υδατοστεγανό/υδατοστεγές -3. (πο-лигр.) η επανατοποθέτηση, η ανασύνθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переборка
-
11 плетень
ο φράκτης (από καλάμια, ψάθα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плетень
-
12 изгородь
изгородьж ὁ φράχτης, ὁ φράκτης:живая \изгородь ὁ φυσικός φράχτης. -
13 щит
щитм1. ὁ πίνακας [-αξ], τό ταμπλό (тж. тех.):распределительный \щит эл. ὁ πίνακας διανομής· \щит управления ὁ πίνακας διεύθυνσης·2. (для ограждения, перекрытий) ὁ φράκτης, ὁ φράχτης, τό περίφραγμα/ ὁ ϋδατοφράκτης (шлюза):\щит от снежных заносов φράχτης γιά τό χιόνι·3. (у черепахи и т. п.) τό δστρα-κο[ν]·4. ист. ἡ ἀσπίδα [-ίς]· ◊ поднимать на \щит ἐκθειάζω, προβάλλω.
См. также в других словарях:
φράκτης — ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα νεοελλ. 1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους 2. τεχνολ. φρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ τού ρ. φράζω* (ΙΙ) + κατάλ. της*. Ο… … Dictionary of Greek
φρακτῆς — φρακτός fenced fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτῶν — φράκτης sluice with gates masc gen pl φρακτός fenced fem gen pl φρακτός fenced masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράκτην — φράκτης sluice with gates masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
δενδροφράκτης — ο ο φράκτης που σχηματίζεται από τις ρίζες τών δένδρων και τών θάμνων και βοηθάει στη συγκράτηση τών χωμάτων σε κατηφορικά κυρίως εδάφη … Dictionary of Greek
επιφράκτης — ο ναυτ. καθεμιά από τις αφαιρετές σανίδες που καλύπτουν το βάθος τού κύτους τού πλοίου δεξιά και αριστερά από το εσωτρόπιο*. κν. το πανιόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φράκτης. Η λ. επιφράκται μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… … Dictionary of Greek
μάκελλον — μάκελλον, και μάκελον, τὸ (Α) 1. φραγμός, τόπος περιφραγμένος 2. σφαγείο, κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. miklā «φράκτης, μάντρα») είναι αμφίβολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει σημιτική … Dictionary of Greek
πατουλιά — Όνομα 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 99 μ.), στην πρώην επαρχία Τρικάλων του ομώνυμου νομού. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. * * * και… … Dictionary of Greek