φοῖτος
1φοῖτος — a repeated going masc nom sg …
2φοίτος — ὁ, Α 1. το να συχνάζει κανείς κάπου 2. μτφ. παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παρ. τού φοιτῶ] …
3φοιτός — ή, όν, Α μτγν. τ. τού φυτός* …
4φοῖτον — φοῖτος a repeated going masc acc sg …
5ημερόφοιτος — ἡμερόφοιτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] …
6ηνεμόφοιτος — ἠνεμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται, που έρχεται διά μέσου τού ανέμου («ἠνεμόφοιτος βροντή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ήνεμος «άνεμος» + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. ομό φοιτος, υγρό φοιτος] …
7θεόφοιτος — θεόφοιτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από θεία μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. από φοιτος, τελειό φοιτος] …
8πυρίφοιτος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Περσεφόνης) αυτός που βρίσκεται συχνά ή συνεχώς στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φοιτος (< φοιτώ «συχνάζω»), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] …
9νεόφοιτος — νεόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου 2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου 3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φοιτος… …
10νυκτίφοιτος — νυκτίφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που περιφέρεται τη νύχτα 2. νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ορεί φοιτος) …