φοῖτος
21ηερόφοιτος — ἠερόφοιτος και ἠερίφοιτος, ον (Α) 1. (για πτηνά) αυτός που συχνάζει ή πλανιέται στον αέρα 2. (για τη σελήνη) ἠεροφοῑτις* που πλανιέται στον αέρα, που διέρχεται διά μέσου τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν.… …
22νυκτερόφοιτος — νυκτερόφοιτος, ον (Α) νυκτίφοιτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + φοιτος (< φοιτῶ)] …
23ορνεόφοιτος — ὀρνεόφοιτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + φοιτος (< φοιτῶ)] …
24ουρεόφοιτος — οὐρεόφοιτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που περιφέρεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρος, εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + φοιτος (< φοιτῶ)] …
25πάμφοιτος — πάμφοιτος, ον (Α) αυτός που συχνάζει σε όλα τα μέρη, ο πανταχού παρών («πάμφοιτος ἄνασσα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φοιτος (< φοιτῶ)] …
26παλίμφοιτος — παλίμφοιτος, ον (Α) αυτός που επανέρχεται, που επιστρέφει πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φοιτος (< φοιτῶ)] …
27πτερόφοιτος — ον, Α πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)] …
28σύμφοιτος — ἡ, Α ὁμόφοιτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φοιτος (< φοιτῶ «σπουδάζω, συχνάζω»), πρβλ. περίφοιτος] …
29τριχόφοιτος — ὁ, Α (ενν. ἴουλος) πιθ. οι πρώτες τρίχες τής εφηβείας, ο εφηβικός ίουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + φοιτος (< φοιτῶ)] …
30φοίτων — φοί̱των , φοῖτος a repeated going masc gen pl φοιτάω go to and fro imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φοιτάω go to and fro imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …