φοῖτος
11ομόφοιτος — ὁμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ φοιτος] …
12ονειρόφοιτος — ὀνειρόφοιτος, ον (Α) (προσωνυμία αιγυπτιακού θεού) αυτός που επισκέπτεται τους λάτρεις του κατά τη διάρκεια τού ύπνου, στα όνειρά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φοιτος (< φοιτῶ), ουρανό φοιτος] …
13ορείφοιτος — ὀρείφοιτος και ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος ον (Α) αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ. β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ. γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + φοιτος… …
14ουρανόφοιτος — οὐρανόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται διά μέσου τού ουρανού ή αυτός που υψώνεται ώς τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. αερό φοιτος] …
15πολύφοιτος — ον, Α αυτός που συχνάζει πολύ σε ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. νεό φοιτος] …
16τελειόφοιτος — η, ο, Ν 1. μαθητής ή σπουδαστής που έχει τελειώσει τη φοίτηση σε μέση, ανώτερη ή ανώτατη σχολή 2. μαθητής ή σπουδαστής που βρίσκεται στο τελευταίο έτος τών σπουδών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + φοιτος (< φοιτώ) πρβλ. από φοιτος. Η λ.… …
17υγρόφοιτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ὑγροπόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. πολύ φοιτος] …
18φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …
19αιολόφοιτος — αἰολόφοιτος, ον (Α) ο υποκείμενος σε άστατη, διαφορετικά εμφανιζόμενη κάθε φορά, παραφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + φοιτος < φοιτῶ] …
20ανώφοιτος — ἀνώφοιτος, ον (Α) (για τον αέρα και τη φωτιά) αυτός που κατευθύνεται προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + φοιτος < φοιτώ] …