φούλλικλον
1φούλλικλον — football neut nom/voc/acc sg …
2φούλλικλος — ό, και φούλλικλον, τὸ, Α μικρή μπάλα για παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. folliculus «θύλακος, σφαίρα για παιχνίδι»] …
1φούλλικλον — football neut nom/voc/acc sg …
2φούλλικλος — ό, και φούλλικλον, τὸ, Α μικρή μπάλα για παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. folliculus «θύλακος, σφαίρα για παιχνίδι»] …