φορτηγικά
1φορτηγικά — φορτηγικός of neut nom/voc/acc pl φορτηγικά̱ , φορτηγικός of fem nom/voc/acc dual φορτηγικά̱ , φορτηγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2φορτηγικός — ή, όν, Α [φορτηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά φορτίων («φορτηγικὸν πλοῑον», Θουκ.) 2. φρ. «φορτηγικὰ βρώματα» τρόφιμα κακής ποιότητας, σαν αυτά που βρίσκονται στα φορτηγά πλοία (Δίον. Κωμ.) …