φορτίζω
61ηλεκτρίζω — 1. μεταδίδω σε κάτι ηλεκτρισμό, φορτίζω κάτι με ηλεκτρισμό 2. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος, διοχετεύω ηλεκτρισμό 3. προξενώ σε κάποιον ηλεκτρικό κλονισμό, πλήττω κάποιον με ηλεκτρισμό 4. μτφ. διεγείρω… …
62καταφορτίζω — (Α) (επιτ. τ. τού φορτίζω) 1. φορτώνω βαριά, καταφορτώνω 2. μτφ. βαρύνω πολύ, καταβαρύνω («καταφορτίζειν τὰν ψυχὰν κακοῑς», Ίππαρχ.) 3. μτφ. (για χρέη) επιβαρύνω («καταφορτίζεσθαι τὸ δημόσιον χρέεσι», Ιουστινιαν.) 4. μτφ. ενοχλώ («καταφορτίζειν… …
63πεφορτισμένως — Μ επίρρ. όπως έχει καταβληθεί κάποιος από το φορτίο, από το βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφορτισμένος τού φορτίζω] …
64φορτισμός — ὁ, ΜΑ [φορτίζω] το φόρτωμα, το να σηκώνει κανείς ένα φορτίο …
65ԾԱՆՐԱԲԵՌՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 1007 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 9c, 10c, 12c ն. φορτίζω, ομαι onero, or ծանրացուցանել բեռամբք (մանաւանդ զանձն). բեռնաւորել: Առաւել՝ կ. հ. բեռնաւորիլ ծանր բեռամբք. եւ Ծանրաբեռն լինել. *Ի ծաղկաց… …
66ՈՒՂԵՐՁԵՄ — (եցի.) NBH 2 0544 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c, 13c ն. ՈՒՂԵՐՁԵՄ κομίζω fero, porto, munero φορτίζω onero, tributum do եւն. որ եւ ԸՂԵՐՁԵԼ, ՕՂԵՐՁԵԼ, ՈՂՈՐՁԵԼ. ՈՂԵՐՁԵԼ. Աղերսել կամ ողոքել ընծայիւք. ընծայաբեր… …
67φορτώνω — φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος 1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά. 2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου. 3. μεταδίνω κάτι σε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68καταπεφορτίσθαι — κατά φορτίζω load perf inf mp …
69καταπεφόρτισται — κατά φορτίζω load perf ind mp 3rd sg …
70κατεφορτίζετο — κατά φορτίζω load imperf ind mp 3rd sg …