φορίνη
1φορίνη — ἡ, ΜΑ το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων αρχ. 1. το δέρμα ορισμένων ψαριών 2. το κέλυφος τής χελώνας 3. το ανθρώπινο δέρμα 4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα… …
2φορίνη — φορί̱νη , φορίνη skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3λευκοφορινόχρους — λευκοφορινόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + φορίνη «δέρμα, επιδερμίδα» + χρους (< χρώς), πρβλ. μελανό χρους] …
4περιφόρινος — ον Α 1. αυτός που περιβάλλεται από παχύ δέρμα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ περιφόρινοι είδος υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φορίνη «παχύ δέρμα» + κατάλ. ινος] …
5φορίνιον — τὸ, Μ [φορίνη] υποκορ. τμήμα δέρματος τού ματιού που έχει υποστεί πάχυνση …
6φορινούμαι — όομαι, Α [φορίνη] (για το μάτι) περιβάλλομαι, καλύπτομαι από παχιά μεμβράνη …
7φορίνην — φορί̱νην , φορίνη skin fem acc sg (attic epic ionic) …
8φορίνης — φορί̱νης , φορίνη skin fem gen sg (attic epic ionic) …