φολιδωτός
1φολιδωτός — clad in scales masc nom sg …
2φολιδωτός — ή, ό / φολιδωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φολιδοῡμαι] 1. (κυρίως για ερπετό) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο δέρμα του (α. «το δέρμα τού φιδιού είναι φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ δέρμα φολιδωτόν ἐστι», Διόδ.) 2. (για πράγμ.)… …
3φολιδωτός — ή, ό 1. (για ζώα), αυτός που έχει το δέρμα καλυμμένο με φολίδες (βλ. λ.), ο γεμάτος φολίδες, ο λεπιδωτός: Η χελώνα είναι φολιδωτή. 2. (για διάφορα αντικείμενα), ο καλυμμένος με μικρά μεταλλικά πλακίδια, ώστε η επιφάνειά του να μοιάζει με δέρμα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φολιδωτά — φολιδωτός clad in scales neut nom/voc/acc pl φολιδωτά̱ , φολιδωτός clad in scales fem nom/voc/acc dual φολιδωτά̱ , φολιδωτός clad in scales fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5φολιδωτῶν — φολιδωτός clad in scales fem gen pl φολιδωτός clad in scales masc/neut gen pl …
6φολιδωτόν — φολιδωτός clad in scales masc acc sg φολιδωτός clad in scales neut nom/voc/acc sg …
7φολιδωταί — φολιδωτός clad in scales fem nom/voc pl …
8φολιδωτοῖς — φολιδωτός clad in scales masc/neut dat pl …
9φολιδωτοί — φολιδωτός clad in scales masc nom/voc pl …
10φολιδωτούς — φολιδωτός clad in scales masc acc pl …
- 1
- 2