φοινικίνῃ
1φοινικίνη — φοινῑκίνη , φοινίκινος of the date palm fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2φοινικίνῃ — φοινῑκίνῃ , φοινίκινος of the date palm fem dat sg (attic epic ionic) …
3φοινίκινος — (I) ίνη, ον, Α αυτός που προέρχεται από το δέντρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς αυτού τού δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.) 2. ο κατασκευασμένος από ξύλο τού παραπάνω δέντρου 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φοινίκινος (με ή… …