-
1 φοβιτσιάρης
[фовицьярис] εκ. пугливый, боязливый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φοβιτσιάρης
-
2 трус
трусм ὁ δειλός, ὁ φοβιτσιάρης:жалкий \трус ὁ ἄθλιος φοβιτσιάρης. -
3 боязливый
боязливыйприл δειλός, φοβιτσιάρης, ἄτολμος:\боязливый взгляд τό φοβισμένο βλέμμα. -
4 десяток
десят||окм ἡ δεκαριά, ἡ δεκάδα [-άς]:три \десятокка τρεις δεκάδες· ◊ ему пошел пятый \десяток πέρασε τά σαράντα· он не робкого \десятокка разг δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς πού φοβούνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης. -
5 дичиться
дичитьсянесов εἶμαι φοβιτσιάρης, εἶμαι ἀτολμος. -
6 жалкий
жалк||ийприл1. (вызывающий жалость) οίκτρός, ἀξιολύπητος, κακόμοιρος/ ἐλεεινός (с оттенком презрения):\жалкийая улыбка κακομοίρικο χαμόγελο· \жалкий вид ἡ ἐλεεινή δψη· быть \жалкийим εἶμαι ἀξιολύπητος·2. (ничтожный) ἄθλιος, τιποτένιος:\жалкийая роль ὁ τιποτένιος ρόλος· \жалкий трус ἐλεεινός φοβιτσιάρης· \жалкийο1. нареч οίκτρά [-ώς], ἀξιολύπητα, κακόμοιρα, ἐλεεινά:\жалкийο выглядеть ἔχω ἀξιολύπητη δψη·2. предик безл κρίμα:мне очень \жалкийο, что... λυπάμαι πολύ πού... -
7 неробкий
неробк||ийприл τολμηρός / ἀνδρείος, παλληκαρήσιος (смелый)· ◊ он \неробкийого десятка разг δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς ποῦ φοβούνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης. -
8 робкий
роб||кийприл ἄτολμος, συνεσταλμένα, διστακτικός (несмелый)/ δειλός, φοβι-τσιάρης (боязливый)/ ντροπαλός (застенчивый):\робкий голос ἡ διστακτική φωνή· он не \робкийкого десятка δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς πού φοβοδνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης.
См. также в других словарях:
φοβιτσιάρης — α, ικο, Ν βλ. φοβητσιάρης … Dictionary of Greek
διάφοβος — διάφοβος, ον (Μ) συνεσταλμένος, δειλός, φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
ετοιμόφοβος — η, ο ο δειλός, ο φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
κάης — ο 1. άνθρωπος με κακούργα ένστικτα, φθονερός, εγκληματίας, κακούργος 2. δειλός, φοβιτσιάρης 3. αβάπτιστο βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ον. Κάιν] … Dictionary of Greek
κατρούλης — και κατρουλής και κατουρλής, ο, θηλ. κατουρλού και κατρουλού [κατρουλιό] 1. αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων, αυτός που κατουριέται πάνω του 2. αυτός που κατουρά συχνά 3. δειλός, φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
κιοτής — ο δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρ. kotu «κακός»] … Dictionary of Greek
κλανιάρης — άρα, άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά] 1. πορδαλάς 2. μτφ. φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
κουράδας — και κουραδάς [κουράδι (Ι)] 1. άνθρωπος δειλός, φοβιτσιάρης, χέστης 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, άχρηστος … Dictionary of Greek
μπουρμάς — ο 1. κρουνός, κάνουλα 2. υβριστικός χαρακτηρισμός από τους Τούρκους στην Κρήτη για τους χριστιανούς εξωμότες, επειδή είχαν στριμμένα μουστάκια παρά την τουρκική συνήθεια 3. δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. burma < burmak «στρίβω»] … Dictionary of Greek
πολυπτόητος — ον, ΜΑ ποιητ. τ. πολυπτοίητος, ον, Α 1. αυτός που πτοείται πολύ, πάρα πολύ δειλός, φοβιτσιάρης 2. (για θάλασσα) φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτοοῦμαι] … Dictionary of Greek
πολύφοβος — ον, Α πάρα πολύ φοβισμένος, φοβιτσιάρης, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φοβος (< φόβος), πρβλ. επί φοβος] … Dictionary of Greek