φοβερά
1φοβέρα — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φοβερίζω, εκφοβισμός, απειλή («...και ήταν όλα σιωπηλά / γιατί τά σκίαζε η φοβέρα και τά πλάκωνε η σκλαβιά», Σολωμ.) 2. φρ. α) «για φοβέρα» για εκφοβισμό β) «φοβέρας πράμα» (στον Ερωτόκρ.) αντικείμενο που… …
2φοβερά — φοβερός fearful neut nom/voc/acc pl φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc/acc dual φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3φοβέρα — η εκφοβισμός, φοβέρισμα, απειλή, σκιάξιμο: Και ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά (Δ. Σολωμός) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φοβερά — Ν επίρρ. βλ. φοβερός …
5φοβερᾷ — φοβερός fearful fem dat sg (attic doric aeolic) …
6φοβέρ' — φοβερά , φοβερός fearful neut nom/voc/acc pl φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc/acc dual φοβερά̱ , φοβερός fearful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φοβερέ , φοβερός fearful masc voc sg φοβεραί , φοβερός fearful fem nom/voc pl …
7φοβερᾶι — φοβερᾷ , φοβερός fearful fem dat sg (attic doric aeolic) …
8φοβεράν — φοβερά̱ν , φοβερός fearful fem acc sg (attic doric aeolic) …
9φοβεράς — φοβερά̱ς , φοβερός fearful fem acc pl …
10φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …