1φλονῖτις — golden drop fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2φλονίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ πιθ. άλλη ονομασία για τό φυτό ονωνίς ή όνοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. τού φλόμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. μηκων ῖτις)] …
Dictionary of Greek
3φλονῖτιν — φλονῖτις golden drop fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)