φλοιώδης
1φλοιώδης — like rind masc/fem acc pl (attic epic doric) φλοιώδης like rind masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φλοιώδης like rind masc/fem nom sg …
2φλοιώδης — ες / φλοιώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλοιός] όμοιος με φλοιό νεοελλ. 1. αυτός που έχει παχύ φλοιό 2. φρ. «φλοιώδης ουσία» ανατ. η εξωτερική, περιφερική μοίρα τού παρεγχύματος διαφόρων οργάνων (α. «φλοιώδης ουσία τών νεφρών») αρχ. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος …
3φλοιώδη — φλοιώδης like rind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλοιώδης like rind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλοιώδης like rind masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4φλοιῶδες — φλοιώδης like rind masc/fem voc sg φλοιώδης like rind neut nom/voc/acc sg …
5φλοιώδεις — φλοιώδης like rind masc/fem acc pl φλοιώδης like rind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
6φλοιωδῶν — φλοιώδης like rind masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
7φλοιώδους — φλοιώδης like rind masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
8νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …
9φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …
10-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …
- 1
- 2