φλογο-ειδής

  • 1ιχωροειδή — ἰχωροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ιχώρα, με πύο ή με ορό, πυώδης, ορώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ειδής (πρβλ. φλογο ειδής, χολο ειδής)] …

    Dictionary of Greek