φλεβῶν
81Ρέις, Φρέντερικ — (Reys, 1638 – 1731). Ολλανδός ανατόμος. Από το 1665 ο Ρ. εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ και το 1885 έγινε καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη του αγγειακού συστήματος. Ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τις… …
82Σαχάρα — Αφρικανική έρημος που καταλαμβάνει μια εξαιρετικά εκτεταμένη περιοχή του βόρειου τμήματος της ηπείρου (8 περίπου εκατομμύρια τ. χλμ.) και που ορίζεται από την ακτή της Σύρτης, τα τυνησιακά sciott, τις κλιτύς του Άτλαντα, το εσωτερικό δέλτα του… …
83αιμορροΐδα — η ζοχάδα, διόγκωση των κάτω φλεβών του απευθυσμένου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84ενδοφλέβιος, -α, -ο — και ενδοφλεβικός, ή ό που βρίσκεται ή γίνεται στο εσωτερικό των φλεβών: Ενδοφλέβια ένεση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85ευρυαγγεία — η η διεύρυνση των αιμοφόρων αγγείων και φλεβών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86κιρσός — ο μεγάλη διεύρυνση των φλεβών κάτω από το δέρμα: Τα πόδια της είναι άσχημα, γιατί έχουν κιρσούς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87φλεβίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή των τοιχωμάτων των φλεβών, αυτή που προσβάλλει συνήθως τα κάτω άκρα, προκαλεί τοπική στάση του αίματος και μπορεί να προξενήσει το σχηματισμό θρόμβου: Συφιλιδική φλεβίτιδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88φλεβοσκλήρωση — φλεβοσκλήρωση, η και φλεβοσκλήρυνση, η (ιατρ.), σκλήρυνση των τοιχωμάτων των φλεβών (πρβλ. αρτηριοσκλήρωση) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)