φλεβῶν

  • 71Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …

    Dictionary of Greek

  • 72επιθερμικός — Αυτός που έχει ενέργεια λίγο μεγαλύτερη από τη μέση ενέργεια των ατόμων που αντιστοιχεί στη θερμική τους κίνηση. ε. νετρόνια. Νετρόνια με ενέργεια ενδιάμεση των ενεργειών που φέρουν τα ταχέα και τα θερμικά νετρόνια. Η ενέργεια των θερμικών… …

    Dictionary of Greek

  • 73Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek

  • 74κουζελίτης — Ηφαιστειογενές πέτρωμα που ανήκει στη σειρά των μινετών και κερσανιτών και αποτελείται από φαινοκρυστάλλους λαμπραντορίτη και διοψιδιανού. Διαθέτει κοκκώδη θεμελιώδη μάζα, η οποία σχηματίζεται από πλαγιόκλαστα με πολύ ισομετρικό ορθόκλαστο,… …

    Dictionary of Greek

  • 75Μαζαντί, Φρανσουά — (Francois Magendie, 1783 – 1855). Γάλλος γιατρός, θεμελιωτής της πειραματικής φυσιολογίας. Ένας από τους μαθητές του στο College de France, όπου δίδαξε από το 1830, ήταν και ο Κλοντ Μπερνάρ, που θεμελίωσε την πειραματική ιατρική. Ο Μ. έκανε… …

    Dictionary of Greek

  • 76Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… …

    Dictionary of Greek

  • 77Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… …

    Dictionary of Greek

  • 78νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… …

    Dictionary of Greek

  • 79πυκνοτόμος — (Ιατρ.). Μηχάνημα που επιτρέπει στο μάτι του γιατρού να εισδύσει στο εσωτερικό όλων των ανθρώπινων οργάνων, ακόμα και του πολυπλοκότερου και πιο προστατευμένου, του εγκεφάλου. Για τη χρήση του δεν απαιτούνται προκαταρκτικές εξετάσεις. Εφαρμόζεται …

    Dictionary of Greek

  • 80Ραζουμόφσκι, Βασίλι Ιβάνοβιτς — (1857 – 1935). Σοβιετικός χειρουργός και διδάκτορας της ιατρικής. Το 1880 τελείωσε την ιατρική στο πανεπιστήμιο του Καζάν και από το 1887 διορίστηκε καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο. Υπήρξε από τους οργανωτές του πανεπιστήμιου του Σαράτοφ (1909)… …

    Dictionary of Greek