φλεβῶν

  • 61φλεβοσκλήρωση — η, Ν ιατρ. σκλήρωση τού τοιχώματος τών φλεβών από αντικατάσταση, συνήθως, τών στοιχείων τού μέσου χιτώνα με συνδετικό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlebosclerosis < φλέβα + σκλήρωση] …

    Dictionary of Greek

  • 62φλεβοσυλία — ἡ, Α βλάβη τών φλεβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + συλία (< συλος < συλῶ), πρβλ. νεκρο συλία] …

    Dictionary of Greek

  • 63φλεβώδης — ες / φλεβώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλέψ, φλεβός] 1. όμοιος με φλέβα 2. αυτός που έχει πολλές φλέβες («σάρξ νευρώδης ἢ φλεβώδης», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «φλεβώδης γωνία» ανατ. η συμβολή τών φλεβών έσω σφαγίτιδας και υποκλείδειας, όπου εκβάλλουν οι… …

    Dictionary of Greek

  • 64χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …

    Dictionary of Greek

  • 65αιμορροΐδες — Κιρσοειδείς διευρύνσεις των αιμορροϊδικών φλεβών. Είναι συχνή πάθηση στα ενήλικα άτομα. Παλαιότερα διαιρούσαν τις α. σε εσωτερικές (που προέρχονται από το εσωτερικό αιμορροϊδικό πλέγμα και είναι σκεπασμένες με βλεννογόνο) και σε εξωτερικές (που… …

    Dictionary of Greek

  • 66αλβερτίτης — Πέτρωμα ασφαλτοειδές, που παρουσιάζεται με τη μορφή φλεβών μέσα σε στρώματα της κατώτερης λιθανθρακοφόρου περιόδου, στην περιοχή Άλμπερτ του Νιου Μπρούνσγουικ των ΗΠΑ. Περιέχει 86,04% άνθρακα …

    Dictionary of Greek

  • 67άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… …

    Dictionary of Greek

  • 68απλίτης — Ιδιόμορφο ηφαιστειακό πέτρωμα, αρκετά ανοιχτόχρωμο, που αποτελείται μόνο από χαλαζία και ορθόκλαστο, των οποίων οι κρύσταλλοι έχουν μικρές διαστάσεις και είναι ομοιόμορφοι. Βρίσκεται με μορφή φλεβών λίγο έως πολύ λεπτών, που διασχίζουν ακτινωτά ή …

    Dictionary of Greek

  • 69βαρίτης — Οξείδιο BaO ή υδροξείδιο Ba (ΟΗ)2 βαρίου. Β. λέγεται και ορυκτό, που βρίσκεται σε κρυστάλλους του ρομβικού κρυσταλλικού συστήματος και αποτελεί την κύρια πρώτη ύλη για την παραγωγή του βαρίου και των ενώσεών του. Έχει σκληρότητα 3 βαθμών, ειδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 70γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …

    Dictionary of Greek