φλεβῶν

  • 51στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …

    Dictionary of Greek

  • 52συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …

    Dictionary of Greek

  • 53συναναστόμωσις — ώσεως, ἡ, Α [συναναστομῶ] η υποτιθέμενη επικοινωνία φλεβών και αρτηριών …

    Dictionary of Greek

  • 54συνεπιστρέφω — Α [ἐπιστρέφω] 1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.) 2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 55τεσενίτης — ο, Ν (πετρογρ.) χονδρόκοκκο ώς λεπτόκοκκο, μάλλον σκοτεινόχρωμο, πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα που απαντά με τη μορφή εν μέρει εξαλλοιωμένων κοιτών, φλεβών και ακανόνιστων μαζών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. teschenite <… …

    Dictionary of Greek

  • 56τράπης — ο, Ν (πετρογρ.) βράχος ηφαιστειογενούς προέλευσης ο οποίος βρίσκεται στις άκρες φλεβών διαφόρων ορυκτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trap < σουηδ. trapp < σουηδ. trappa «σκάλα», λόγω του ότι υψώνονται το ένα πάνω στο άλλο δίνοντας έτσι την εικόνα… …

    Dictionary of Greek

  • 57τρίλλη — ἡ, Α ονομασία ενός τμήματος τού σώματος τού ίππου («γέγραπται ἐν τῷ τοῡ Ἀθηναίου Σίμωνος Ἱπποϊατρικῷ περὶ γνωρισμάτων φλεβῶν ὅτι καὶ ἀπὸ τῆς τρίλλης εἰσὶ φλέβες δύο», λεξ. Σούδα) …

    Dictionary of Greek

  • 58φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 59φλεβογραφία — η, Ν [φλεβογράφος] ιατρ. ακτινογραφία μιας φλέβας ή ομάδας φλεβών ύστερα από ένεση σκιαγραφικής ουσίας στην ίδια τη φλέβα, σπανιότερα στην αντίστοιχη αρτηρία ή στον μυελό οστού, τού οποίου το αίμα αποχετεύει η υπό εξέταση φλέβα …

    Dictionary of Greek

  • 60φλεβολογία — η, Ν κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη τών φλεβών και τών παθήσεών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. phlebologie < φλέβα + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάν. Πύρλα] …

    Dictionary of Greek