φλεβῶν

  • 41μεσοφλέβιον — μεσοφλέβιον, τὸ (Α) το μεταξύ τών φλεβών διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φλέβ ιον < φλέψ, φλεβός] …

    Dictionary of Greek

  • 42μεσοφλεβικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών φλεβών …

    Dictionary of Greek

  • 43νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 44οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… …

    Dictionary of Greek

  • 45πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …

    Dictionary of Greek

  • 46περάτωση — η / περάτωσις, ΝΑ [περατώ] αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου αρχ. κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.) …

    Dictionary of Greek

  • 47πλεκτάνη — η, ΝΜΑ μτφ. μηχανορραφία, παγίδα, ενέδρα νεοελλ. ναυτ. είδος πλέγματος από κλώσματα σχοινιού με μορφή κορδονιού που περιβάλλει τον άξονα τής έλικας τού πλοίου στο σημείο εξόδου του από το σκάφος με σκοπό να εμποδίζει την εισροή τού νερού προς το… …

    Dictionary of Greek

  • 48ρίζωση — η / ῥίζωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ῥιζῶ( ώνω)] 1. (για φυτό) πιάσιμο ρίζας, έκφυση ριζών, ανάπτυξη ριζών, ρίζωμα 2. μτφ. στερέωση, σταθεροποίηση αρχ. μτφ. 1. σχηματισμός, μορφοποίηση τού εμβρύου 2. σχηματισμός τών φλεβών και τών αρτηριών …

    Dictionary of Greek

  • 49ρινορραγία — (Ιατρ.). Λέγεται και επίσταξη. Απώλεια αίματος από τις ρινικές κοιλότητες. Η πιο συνηθισμένη αιτία είναι η ρήξη κιρσών των φλεβών που είναι συχνοί σε μια ορισμένη περιοχή του ρινικού διαφράγματος (locus Valsalvae)· αίτια που την ευνοούν είναι το… …

    Dictionary of Greek

  • 50σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… …

    Dictionary of Greek