φλεβῶν

  • 21βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …

    Dictionary of Greek

  • 22γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …

    Dictionary of Greek

  • 23διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …

    Dictionary of Greek

  • 24ενδοκάρδιο — Ορώδης, λεπτός υμένας που καλύπτει την καρδιά εσωτερικά. Αποτελεί συνέχεια του εσωτερικού χιτώνα των φλεβών, καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των κόλπων, των κολποκοιλιακών βαλβίδων και επανέρχεται στον εσωτερικό χιτώνα των αρτηριών. Επιφανειακά… …

    Dictionary of Greek

  • 25ενδοφλεβίτιδα — η φλεγμονή τού έσω χιτώνα τών φλεβών …

    Dictionary of Greek

  • 26επώθηση — Η μετατόπιση των πετρωμάτων και η επικάθηση ενός μέρους του στερεού φλοιού της Γης πάνω σε ένα άλλο. Η επιφάνεια όπου συμβαίνει η ε. είναι μία ρωγμή, κατά μήκος της οποίας τα πετρώματα που βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές της ολισθαίνουν και… …

    Dictionary of Greek

  • 27εύροια — Αρχαία πόλη της Ηπείρου. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Μεγάλου Θεοδοσίου. Η ονομασία της οφείλεται στα άφθονα νερά της. Στην περιφέρειά της βρισκόταν το χωριό Σωρεία (σημερινό Σούλι), όπου, κατά την παράδοση, ο άγιος …

    Dictionary of Greek

  • 28ηπατικός — ή, ό (AM ἡπατικός, ή, όν) [ήπαρ] 1. αυτός που ανήκει στο ήπαρ («ηπατικές φλέβες») 2. αυτός που επιδρά στο ήπαρ («ἡπατικὸν φάρμακον», Γαλ.) 3. αυτός που υποφέρει από πάθηση τού ήπατος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βοτ. τα ηπατικά κλάση φυτών… …

    Dictionary of Greek

  • 29θεβεσιανός — ή, ό ανατ. 1. φρ. «θεβεσιανή βαλβίδα» μηνοειδής πτυχή στο στόμιο τής εκβολής τού στεφανιαίου κόλπου στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. φρ. «θεβεσιανά τρήματα» μικρότατα στόμια καρδιακών φλεβών πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα τού δεξιού κόλπου τής καρδιάς …

    Dictionary of Greek

  • 30θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… …

    Dictionary of Greek