φλεβῶν
11Lexie — Lemme (linguistique) Pour les articles homonymes, voir lemme. Le lemme (ou lexie, ou item lexical) est l unité autonome constituante du lexique d une langue. C est une suite de caractères formant une unité sémantique et pouvant constituer une… …
12Phonologie du grec ancien — La phonologie du grec ancien ne peut être traitée d un bloc : en effet, riche d un long passé, cette langue n a pas été toujours prononcée de la même manière. Il convient donc de préciser de quel état du grec on parle, en gardant à l esprit… …
13Galēnos — Galēnos, Claudius, geb. 131 n. Chr. in Pergamum, wo sein Vater Nikon Architekt war; er studirte Philosophie u. Medicin erst in seiner Vaterstadt, dann nach seines Vaters Tode 152 in Smyrna, Korinth u. Alexandrien, bes. Anatomie. Zurückgekehrt… …
14Lema (lingüística) — Ferdinand de Saussure, lingüista suizo del siglo XIX, que inspiró un enfoque científico de la lingüística. En lingüística, el lema (o ítem lexical) es una unidad autonoma constituyente del léxico de un idioma. Es una serie de caracteres que… …
15Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) …
16έκτηξις — ἔκτηξις, η (Α) 1. τήξη, λέπτυνση, εξάντληση («ἔκτηξις φλεβῶν», Ιπποκρ.) 2. ακύρωση συμβολαίου επιγρ …
17έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …
18αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …
19αγγειολογία — Κλάδος της ανατομίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των αρτηριών, των φλεβών και των λεμφαγγείων. * * * η (Α ἀγγειολογία) 1. περιγραφή τών αγγείων τού σώματος (βλ. ανατομική) 2. κλάδος τής αρχαιολογίας που ασχολείται ειδικά με τη μελέτη τών… …
20αποτύφλωση — η (AM ἀποτύφλωσις) η πλήρης τύφλωση νεοελλ. 1. ιατρ. η έμφραξη των φλεβών 2. υπέρμετρος φανατισμός …