φλαῦρος
1φλαῦρος — petty masc nom sg …
2φλαύρος — α, ον, Α 1. (για πράγμ.) α) ασήμαντος, μηδαμινός β) πρόστυχος, κακός γ) ανωφελής, άχρηστος 2. (για πρόσ.) α) ανάξιος ή ανίκανος για κάτι β) φτωχός στην εμφάνιση γ) ανήθικος, φαύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. της ιων. και αττ. κυρίως… …
3φλαῦρον — φλαῦρος petty masc acc sg φλαῦρος petty neut nom/voc/acc sg …
4φλαῦρα — φλαῦρος petty neut nom/voc/acc pl …
5φλαῦραι — φλαῦρος petty fem nom/voc pl …
6φλαῦροι — φλαῦρος petty masc nom/voc pl …
7φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …
8φλαυρότερον — φλαῡρότερον , φλαῦρος petty adverbial comp φλαῡρότερον , φλαῦρος petty masc acc comp sg φλαῡρότερον , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc comp sg …
9φλαῦρ' — φλαῦρα , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc pl φλαῦρε , φλαῦρος petty masc voc sg φλαῦραι , φλαῦρος petty fem nom/voc pl …
10φλαυροτέρας — φλαῡροτέρᾱς , φλαῦρος petty fem acc comp pl φλαῡροτέρᾱς , φλαῦρος petty fem gen comp sg (attic doric aeolic) …