φλαῦρος
11φλαυρότατον — φλαῡρότατον , φλαῦρος petty masc acc superl sg φλαῡρότατον , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc superl sg …
12φλαύρα — φλαύ̱ρᾱ , φλαῦρος petty fem nom/voc/acc dual φλαύ̱ρᾱ , φλαῦρος petty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
13φλαύρων — φλαύ̱ρων , φλαῦρος petty fem gen pl φλαύ̱ρων , φλαῦρος petty masc/neut gen pl …
14φλαύρως — φλαύ̱ρως , φλαῦρος petty adverbial φλαύ̱ρως , φλαῦρος petty masc acc pl (doric) …
15αφαυρός — ἀφαυρός, ά, όν (Α) 1. ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμος, ασθενικός (συνήθως στον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό) 2. (για τροφές) λιγότερο, πολύ λίγο θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ο σχηματισμός της λ. αφαυρός οφείλεται σε… …
16φαύρος — α, ον, Α 1. φαύλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαῡρος κοῡφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φλαῦρος, με απλοποίηση τού αρκτικού συμφωνικού συμπλέγματος] …
17φλαυρίζω — Α [φλαῦρος] φαυλίζω* …
18φλαυροτόκεια — ἡ, Μ η δημιουργία ανώφελων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + τόκεια (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. καλλι τόκεια, καρπο τόκεια] …
19φλαυρουργός — όν, Α αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μεγαλ ουργός] …
20φλαυρότης — ητος, ἡ, Α [φλαῡρος] φαυλότητα …