φλαττοθραττοφλαττόθρατ

  • 1φλαττόθρατ — και φλαττοθραττοφλαττόθρατ Α κωμική λέξη, χωρίς σημασία, για την γελοιοποίηση τού πομπώδους τραγικού ύφους …

    Dictionary of Greek