φλήναφος
1φλήναφος — idle talk masc nom sg …
2φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να …
3φληνάφοις — φλήναφος idle talk masc dat pl …
4φληνάφου — φλήναφος idle talk masc gen sg …
5φληνάφους — φλήναφος idle talk masc acc pl …
6φληνάφων — φλήναφος idle talk masc gen pl φληναφάω chatter imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φληναφάω chatter imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
7φληνάφως — φλήναφος idle talk masc acc pl (doric) …
8φλήναφε — φλήναφος idle talk masc voc sg …
9φλήναφοι — φλήναφος idle talk masc nom/voc pl …
10φλήναφον — φλήναφος idle talk masc acc sg …