φλήναφος
21φληναφώ — άω, Α βλ. φληναφώ. φληναφῶ, έω, ΝΜΑ, και φληναφῶ, άω, Α φλυαρώ, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φλήναφος] …
22φληναφώδης — ῶδες, ΜΑ [φλήναφος] φλύαρος …
23φληνύω — Α φληναφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. φλήναφος*] …
24φλύαξ — ακος, ο, ΝΜΑ (στην αρχαιότητα) στον πληθ. οι φλύακες λογοτεχνικό είδος σατιρικών και κωμικών, συνήθως άσεμνων, ασμάτων τών λαϊκών εορτών τών δωρικών κυρίως περιοχών, το οποίο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στον Τάραντα και στη Σικελία, παίρνοντας τη… …
25φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως …
26bhel-3, bhlē- — bhel 3, bhlē English meaning: to grow, spread, swell Deutsche Übersetzung: “aufblasen, aufschwellen, sprudeln, strotzen” Material: O.Ind. bhüṇ ḍ a n. “pot, pan, vessel” (*bhüln da?); after Thieme (ZDMG. 92, 47 f.) here Av.… …