φλήναφος

  • 11φλήνος — ήνεος και ήνους, τὸ, Α φλήναφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 12φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… …

    Dictionary of Greek

  • 13блазень — простофиля, проказник, шутник , укр. блазень дурак , ст. слав. блазнъ ошибка , польск. bɫazen шут, дурак , чеш. blazn, blazen дурак , в. луж. bɫazn, н. луж. bɫazn, bɫazan дурак . Сюда же русск. блазнить, ст. слав. блазнити искушать, сердить ,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 14πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …

    Dictionary of Greek

  • 15φλέδων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. φλύαρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζών, εὐήθης». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλέδ ων ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhled «αναβλύζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό d , μορφή τής ρίζας *bhel «φυσώ, φουσκώνω, πρήζομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 16φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή …

    Dictionary of Greek

  • 17φλανύσσω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φλανύσσει φλυαρεῖ, ληρεῖ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με τον τ. φλήναφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 18φληνάφως — Α επίρρ. βλ. φλήναφος …

    Dictionary of Greek

  • 19φληναφία — η, ΝΜΑ [φλήναφος] φληνάφημα …

    Dictionary of Greek

  • 20φληναφεύω — Α [φλήναφος] φληναφώ …

    Dictionary of Greek