φιλ-απ-εχθής

  • 1φιλεχθής — ές, Α φίλεχθρος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εχθής (< ἔχθος «μίσος»), πρβλ. εἰδ εχθής] …

    Dictionary of Greek

  • 2πανεχθής — ές, Α πάρα πολύ μισητός, μισητότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εχθής (< ἔχθος «μίσος»), πρβλ. φιλ εχθής] …

    Dictionary of Greek