φιλόχρηστος
1φιλόχρηστος — loving goodness masc/fem nom sg …
2φιλόχρηστος — ον, Α αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρηστός (πρβλ. μισό χρηστος, πολύ χρηστος)] …
3φιλόχρηστον — φιλόχρηστος loving goodness masc/fem acc sg φιλόχρηστος loving goodness neut nom/voc/acc sg …
4φιλοχρήστου — φιλόχρηστος loving goodness masc/fem/neut gen sg …