φιλόσοφος
1φιλόσοφος — lover of wisdom masc nom sg …
2φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… …
3φιλόσοφος — η, ο 1. ο φίλος (εραστής) της σοφίας, αυτός που φιλοσοφεί, αυτός που ερευνά τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων, ο σοφός: Μίλησε με φιλόσοφο πνεύμα. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόσοφος, ο, η αυτός που διδάσκει φιλοσοφία, ο συγγραφέας… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… …
5φιλοσοφώτερον — φιλόσοφος lover of wisdom adverbial comp φιλόσοφος lover of wisdom masc acc comp sg φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc comp sg …
6φιλοσοφωτάτων — φιλόσοφος lover of wisdom fem gen superl pl φιλόσοφος lover of wisdom masc/neut gen superl pl …
7φιλοσοφωτέρων — φιλόσοφος lover of wisdom fem gen comp pl φιλόσοφος lover of wisdom masc/neut gen comp pl …
8φιλοσοφώτατα — φιλόσοφος lover of wisdom adverbial superl φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc superl pl …
9φιλοσοφώτατον — φιλόσοφος lover of wisdom masc acc superl sg φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc superl sg …
10φιλοσόφω — φιλόσοφος lover of wisdom masc nom/voc/acc dual φιλόσοφος lover of wisdom masc gen sg (doric aeolic) …