φιλόπλουτος
1φιλόπλουτος — loving riches masc/fem nom sg …
2φιλόπλουτος — η, ο / φιλόπλουτος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτον η φιλοπλουτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ …
3φιλόπλουτος — η, ο αυτός που αγαπάει τον πλούτο, αυτός που θέλει να γίνει πλούσιος ή να επιδειχτεί ως πλούσιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φιλόπλουτον — φιλόπλουτος loving riches masc/fem acc sg φιλόπλουτος loving riches neut nom/voc/acc sg …
5φιλοπλούτοιο — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut gen sg (epic) …
6φιλοπλούτοις — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut dat pl …
7φιλοπλούτους — φιλόπλουτος loving riches masc/fem acc pl …
8φιλοπλούτων — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut gen pl …
9φιλοπλούτῳ — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut dat sg …
10φιλόπλουτε — φιλόπλουτος loving riches masc/fem voc sg …
- 1
- 2