φιλόκνισος
1φιλόκνισος — fond of pinching masc/fem nom sg …
2φιλόκνισος — (I) ον, ΜΑ αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ κνισος]. (II) ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κνισος… …
3φιλοκνίσοιο — φιλόκνισος fond of pinching masc/fem/neut gen sg (epic) …