φιλίτιον
1φιλίτιον — neut nom/voc/acc sg …
2φιλίτιον — τὸ, Α 1. (στη Σπάρτη) η αίθουσα τών κοινών συσσιτίων, φιδίτιον* 2. (μόνον στον πληθ.) τὰ φιλίτια τα φιδίτια, κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συχνά ως δ. γρφ. τού φιδίτιον και έχει… …
3φειδιτίῳ — φιλίτιον neut dat sg …
4φειδίτιον — φιλίτιον neut nom/voc/acc sg …
5φιλιτίου — φιλίτιον neut gen sg …
6φιλιτίῳ — φιλίτιον neut dat sg …
7φιδίτιον — και φειδίτιον και φειδίτειον, τὸ, Α 1. (στην Σπάρτη) συσσίτιο, αλλ. φιλίτιον* 2. αίθουσα στην οποία γευμάτιζαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιδίτης με διατήρηση τού τ στη Δωρική χωρίς συριστικοποίηση προ τού ι (πρβλ. δημότης: δημόσιος). Κατ άλλη άποψη, ωστόσο …
8φειδιτίοις — φειδίτια neut dat pl φιλίτιον neut dat pl …
9φειδίτια — neut nom/voc/acc pl φιλίτιον neut nom/voc/acc pl …
10φιδιτίοις — φιδίτια neut dat pl φιδῑτίοις , φιδίτιον common mess neut dat pl φιλίτιον neut dat pl …
- 1
- 2