φιλό-μουσος

  • 1κακόμουσος — η, ο (Α κακόμουσος, ον) ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος. επίρρ... κακομούσως με κακόμουσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό μουσος, φιλό μουσος] …

    Dictionary of Greek

  • 2ποικιλόμουσος — ον, Α αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] …

    Dictionary of Greek

  • 3πολύμουσος — ον, Α 1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών 2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] …

    Dictionary of Greek

  • 4υομουσία — ἡ, Α απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσία] …

    Dictionary of Greek

  • 5χρηστομουσώ — έω, Α εφαρμόζω σωστά τους κανόνες τής μουσικής, έχω καλή επίδοση στη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + μουσῶ (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσῶ] …

    Dictionary of Greek