φιλτρό-ποτον

  • 1κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] …

    Dictionary of Greek

  • 2φιλτρόποτον — τὸ, Α μαγικό ποτό, φίλτρο που προκαλεί ερωτική διέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποτόν] …

    Dictionary of Greek