φιλο-ποσία

  • 1ευκρατοποσία — εὐκρατοποσία, ἡ (Α) το να πίνει κάποιος εύκρατο* οίνο, κρασί αναμιγμένο σε καλή αναλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκρατος + ποσία < ποτος < πίνω (πρβλ. δυσ κατα ποσία, φιλο ποσία)] …

    Dictionary of Greek