φιλο-κερδής

  • 1οικοκερδής — οἰκοκερδής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, για την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, φιλο κερδής] …

    Dictionary of Greek

  • 2μεγαλοκερδής — μεγαλοκερδής, ές (Α) αυτός που αποφέρει μεγάλα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] …

    Dictionary of Greek

  • 3μισοκερδής — μισοκερδής, ές (Α) αυτός που μισεί και απεχθάνεται το αισχρό κέρδος, τα ανέντιμα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] …

    Dictionary of Greek