φιλο-ζωΐα

  • 1καλοζωία — η καλοπέραση, ευημερία, ευμάρεια, υλική ευδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. μακρο ζωία, φιλο ζωία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Μ. Γεδεών] …

    Dictionary of Greek

  • 2κακοζωία — η (Α κακοζωΐα, ποιητ. τ. κακοζοΐα) το να ζει κάποιος κακή, άθλια ζωή αρχ. (ποιητ.) δυστυχισμένη, άθλια ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. φιλο ζωία] …

    Dictionary of Greek