φιλοφροσύνη
1φιλοφροσύνη — η, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] 1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση νεοελλ. 1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία 2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη» διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών αρχ. 1. ευδιαθεσία, ευθυμία… …
2φιλοφροσύνη — η 1. φιλική διάθεση, περιποιητικότητα, ευγένεια, ευγενική συμπεριφορά: Υπήρχε φιλοφροσύνη στη φιλοξενία. 2. φιλική υποδοχή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3φιλοφροσύνη — φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc sg (attic epic ionic) φιλοφρόσυνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) φιλοφροσύνη friendliness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4φιλοφροσύνῃ — φιλόφρων kindly disposed fem dat sg (attic epic ionic) φιλοφρόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) φιλοφροσύνη friendliness fem dat sg (attic epic ionic) …
5φιλοφροσυνῶν — φιλοφροσύνη friendliness fem gen pl …
6φιλοφρονώ — φιλοφρονῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.) 2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ 3. (αμτβ.) είμαι… …
7φιλοφροσύνα — φιλοφροσύνᾱ , φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc/acc dual φιλοφροσύνᾱ , φιλόφρων kindly disposed fem nom/voc sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱ , φιλοφρόσυνος fem nom/voc/acc dual φιλοφροσύνᾱ , φιλοφρόσυνος fem nom/voc sg (doric aeolic)… …
8φιλοφροσύναι — φιλοφροσύνᾱͅ , φιλόφρων kindly disposed fem dat sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱͅ , φιλοφρόσυνος fem dat sg (doric aeolic) φιλοφροσύνη friendliness fem nom/voc pl φιλοφροσύνᾱͅ , φιλοφροσύνη friendliness fem dat sg (doric aeolic) …
9φιλοφροσύνας — φιλοφροσύνᾱς , φιλόφρων kindly disposed fem acc pl φιλοφροσύνᾱς , φιλόφρων kindly disposed fem gen sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱς , φιλοφρόσυνος fem acc pl φιλοφροσύνᾱς , φιλοφρόσυνος fem gen sg (doric aeolic) φιλοφροσύνᾱς , φιλοφροσύνη… …
10Aglaya — En la mitología griega, Aglaya o Aglaia (en griego antiguo Ἀγλαΐα, «la resplandeciente», «la que brilla», «la esplendorosa», «la espléndida») también Aglaye o Áglae [1] era la más joven y bella de las tres Cárites. Simbolizaba la inteligencia, el …