φιλοτεχνία
1φιλοτεχνία — φιλοτεχνίᾱ , φιλοτεχνία enthusiasm for art fem nom/voc/acc dual φιλοτεχνίᾱ , φιλοτεχνία enthusiasm for art fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2φιλοτεχνίᾳ — φιλοτεχνίᾱͅ , φιλοτεχνία enthusiasm for art fem dat sg (attic doric aeolic) …
3φιλοτεχνία — η, ΝΜΑ [φιλότεχνος] η αγάπη για την τέχνη και, ιδίως, για τις καλές τέχνες νεοελλ. τεχνική επιμέλεια, φροντίδα για καλλιτεχνική τελειότητα αρχ. 1. δεξιοτεχνία 2. τέχνασμα, πανουργία («φιλοτεχνίᾳ τε καὶ δόλῳ τὸ τῇ, βίᾳ δυσκαταγώνιστον ἐχειρώσαντο» …
4φιλοτεχνία — η 1. η αγάπη για την τέχνη, η αγάπη για τις καλές τέχνες, η φιλοκαλία. 2. τεχνική επιμέλεια: Το σχολείο κατασκευάστηκε με φιλοτεχνία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5φιλοτεχνίας — φιλοτεχνίᾱς , φιλοτεχνία enthusiasm for art fem acc pl φιλοτεχνίᾱς , φιλοτεχνία enthusiasm for art fem gen sg (attic doric aeolic) …
6φιλοτεχνίαι — φιλοτεχνίᾱͅ , φιλοτεχνία enthusiasm for art fem dat sg (attic doric aeolic) …
7φιλοτεχνίαν — φιλοτεχνίᾱν , φιλοτεχνία enthusiasm for art fem acc sg (attic doric aeolic) …
8φιλοτεχνίαις — φιλοτεχνία enthusiasm for art fem dat pl …
9φιλοτεχνίη — φιλοτεχνία enthusiasm for art fem nom/voc sg (epic ionic) …
10Hephaestos — Héphaïstos Héphaïstos forgeant la foudre de Zeus par Rubens, musée du Prado Dans la mythologie grecque, Héphaïstos ou Héphaistos (en grec ancien Ἥφαιστος / …